28.2.12

απορίες


Πώς είναι να ζεις σε χαλάσματα μέσα;
να ξυπνάς και το πρώτο πράγμα που βλέπεις είναι συντρίμια,
να κοιμάσαι και να έχεις παρέα το κρύο,
να μην έχει νόημα να γυρίσεις πλευρό, γιατί κι από κει,
κρύο θα έχει,
να μη λες σε κάποιον καλημέρα,
να μη λες σε κάποιον καληνύχτα.
Τηλέφωνο δε θα χτυπάει φαντάζομαι.
Ναι. Είμαι σίγουρη. Τηλέφωνο δεν θα χτυπάει.
Να θες να περπατήσεις ως το σαλόνι και να είναι ρημαδιό. Να μην είναι κι αυτό το ρημαδιό καλά καλά δικό σου.
Ή μήπως είναι; Γιατί για να ξύπνησες μέσα σ' αυτό δικό σου θα 'ναι.
Και είναι δικό σου. Για την ακρίβεια, είναι ο,τι πιο δικό σου υπάρχει.
Να θες να πας και στη κουζίνα και να μη μυρίζει τίποτα που να θυμίζει κουζίνα.
Πώς είναι να μη βλέπεις θέα; Να μην έχεις. Ή και να έχεις, να μην έχει νόημα;
Πώς είναι να έχεις για παρέα όλα αυτά τα χαλάσματα;
Και να βγαίνεις μια βόλτα και να κουβαλάς λίγη από τη σκόνη τους, συνέχεια κολλημένη στο δέρμα.
Πώς είναι άραγε να μην έχει μουσικές παρά μόνο θόρυβο;
Να ξαπλώνεις και να βλέπεις το ταβάνι να περιμένει να σε πλακώσει.
Και οι τοίχοι να σε πλακώνουν. Και να πέφτουν σοβάδες. Και να πέφτουν δοκάρια. Και να σηκώνεται σκόνη. Και να τρέχεις να σωθείς αλλά να ξέρεις, πως ακόμα και όταν αυτή η σκόνη ηρεμήσει, εσύ στα ίδια συντρίμια θα κουρνιάσεις.
Πώς
Πώς είναι
Πώς είναι να ζεις στα χαλάσματα;
Τώρα, ξέρω.



27.2.12

ανοιξιάτικα νερά/ desde el alma




Έχω δει κι άλλες εξόδους.
Περισσότερο ηρωικές, τελικά.
Λιγότερο ηρωικές, αρχικά.




- Για πού θα πας τώρα; Για το Παρίσι, ή για τη Φρανκφούρτη;
- Θα πάω εκεί όπου θα είσαι κι εσύ, -και θα είμαι κοντά σου ώσπου να με διώξεις, της απάντησε σε κατάσταση απόγνωσης, -κείνη, η δαμάστριά του, η αφεντικίνα του, δέχτηκε το πρόσωπό του στις παλάμες της: της το προσέφερε κείνος. Τράβηξε τα χέρια της, τ' ακούμπησε πάνω στο κεφάλι του, και με όλα μαζί, και τα δέκα, δάχτυλά της άρπαξε τα μαλλιά του. Τ' ανακάτευε λίγο-λίγο και τα μπέρδευε, αυτά τα άκακα μαλλιά, όρθια, τεντωμένη, μ' ένα χαμόγελο να φιδοσέρνεται στα χείλη της. Τα μάτια της, μεγάλα και φωτεινά σαν το παρθένο χιόνι είχαν μιαν αλύπητη ηλιθιότητα και τη χορτασιά της νίκης. Το γεράκι, την ώρα που κατασπαράζει με τα νύχια του το πουλί που έπιασε, τέτοια μάτια έχει.
Ivan Tourgueniev

26.2.12

τράβα σκανδάλη



Κάθομαι και γράφω πολύ συχνά λόγια παλιά, συναισθήματα σκονισμένα,
τα γυαλίζω εδώ μέσα και τα μοιράζομαι...ούτε κι εγώ ξέρω με ποιον καλά καλά.
Με νοιάζει να είναι ωραία. Ε, να μοιάζουν, ξέρεις..ποιητικά.
Και σήμερα...
Σήμερα δε με νοιάζει πια τίποτα.
Με νοιάζει δηλαδή κάτι...
Γιατί τελικά όσο και να τα προγραμματίζεις αγάπη μου, αλλιώς θα έρθουν. Θες να γεννήσεις και σου σκάνε θάνατοι και απώλειες. Όχι απ' το πουθενά, όχι.
Ξέρεις, σήμερα είχα προγραμματίσει πολλά.
Τόσα πολλά και ωραία...
Εσύ, κι εγώ.
Φωτογραφίες,
Εικόνες,
Μουσικές και χορούς.
Όμως να, στέκομαι εδώ,
και σήμερα πρέπει να μπουσουλήσω,
να μάθω απ' την αρχή τα βήματα,
να με φέρουν κοντά σου ξανά.
Στη πιο σημαντική μου πυξίδα και χάρτη μαζί.
Κι αυτό δεν είναι σύγχιση
αυτό είναι αναρρίχηση.
Και σύντομα,
κατάκτηση

(παραγγελιά και δώρο)



24.2.12

Πέστε, ο πόθος πού φυτρώνει...


Στίχοι ἐμπνευσμένοι ἀπὸ τὸ παρακάτω ποίημα τοῦ ποιητῆ
Καῒς ἐμπν Μουὰς ἢ Μετζούν (τρελός), 1ος αἰ. μ.Χ.
Χίλιες καὶ μία νύχτες, μετάφραση: Κώστας Τρικογλίδης, 
τόμος 1, Ἠριδανός, Ἀθήνα, σελ. 246



Ρωτῶ γιὰ σένα κάθε ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου,
καὶ κάθε ἡλιοβασίλεμα ῥωτῶ γιὰ σένα  πάντα.
Κι ὅλες τὶς νύχτες μου περνῶ μὲ ἀνησυχία καὶ πόνο, 
κι ὅμως ποτὲ παράπονο δὲ βγάζω γιὰ τὸ βάσανό μου:
εἶναι γλυκὸς ὁ πόνος μου γιὰ σένα.
Ἀγάπη μου! Ἂν ἀκόμα βαστάξει ἡ ἀγωνία αὐτοῦ τοῦ χωρισμοῦ, 
λίγο-λίγο τὸ πνεῦμα μου θὰ λιώσει σὰν τὸ κερὶ στὴ φλόγα.
Ἀγάπη μου, ἂν ἤθελες στὰ μάτια τοῦτα τὰ θλιμμένα 
νὰ χαρίσεις τὴ θωριά σου, μιὰ μονάχα μέρα, τὰ μάτια μου 
δὲ θὰ λαχταροῦσαν τίποτα πιὰ νὰ ἰδοῦν σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Σκέψου: ἄλλη καμιὰ ποτέ, σ᾿ ὅλη τὴ ζωή μου, 
τὸ πνεῦμα μου δὲ θὰν τὸ κυριέψει,
οὔτε ποτὲ θέλω νὰ βρῶ παρηγοριὰ κι ἀνάσα 
σ᾿ ἀγάπη ἄλλη!



Κάθε πρωὶ σ᾿ ἀναζητῶ, ὁλημερὶς σὲ ψάχνω
καὶ κάθε ἡλιοβασίλεμα ρωτῶ γιὰ σένα πάντα.


Κι ὅλες τὶς νύχτες μου περνῶ μὲ ἀγωνία καὶ πόνο,
κι ὅμως ποτὲ παράπονο δὲν βγάζει ἡ καρδιά μου.


Κι ὅμως ποτὲ παράπονο δὲν βγάζει ἡ καρδιά μου,
γιατὶ εἶν᾿ ὁ πόνος μου γλυκὸς πού ῾χω γιὰ σένα φῶς μου.


Ἀγάπη μου εἶν᾿ ἀβάσταχτος τοῦ χωρισμοῦ ὁ πόνος,
σὰν τὸ κερὶ σιγὰ-σιγὰ τὸ πνεῦμα μου θὰ σβήσει μὲς στὴ φλόγα.


Ἄλλη καμιὰ ποτὲ μὲς στὴ ζωὴ τὸ πνεῦμα μου δὲ θ᾿ ἀδράξει
κι οὔτε ποτὲ ζητῶ νὰ βρῶ παρηγοριὰ κι ἀνάσα σ᾿ ἀγάπη ἄλλη!



@Αυλαία, 23/2/12

21.2.12

ένα χρόνο απόκριες










Όταν η μάσκα δε βγαίνει. Την έχω βρε παιδί μου κολλημένη πια, έχει γίνει ένα. Ένα με το δικό μου δέρμα, με το δικό μου συναίσθημα. Δε νιώθω που με τσιμπάς. Που με φιλάς. Που με κοιτάς. Που μου ζητάς. Τρομάζω τα παιδιά, τα κάνω να φοβούνται, τρομάζω τους φίλους τους κάνω να τρέχουν, τρομάζω τη μαμά. Τρομάζω εσένα. Μπού! Κι όμως, αυτές τις μέρες δείχνω τόσο όμορφη... Κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα. Δε βλέπουν άραγε; Μόνο εκεί στο κρεβάτι που γυρίζω πλευρό με ενοχλεί λίγο αυτή η μάσκα. Σκέφτομαι δε, να τη βγάλω. Κι ας με τρομάξω...


20.2.12

τι να σου κάνει μια νύχτα









πόσο να σε θαμπώσει πια;
τι να σου κάνει κι η βροχή...
πόσο να σε βρέξει πια;
κι ο κεραυνός
πάντα ξαφνικός
κι ακάλεστος.
Μη φωνάζεις
σ' ακούω.
Ακούω τον χτύπο της καρδιάς σου
ακούω που πλησιάζεις κρυφά
ακούω που έρχεσαι
τα βήματα τα αναγνωρίζω
την ανάσα σου
το μυαλό σου πάνω μου
τα χέρια
τα δάχτυλα
τα μαλλιά
Μη φωνάζεις
έρχομαι
γυρίζω πλευρό κι έρχομαι

στάχτες κι αποκαΐδια












Πόσα πράγματα και συναισθήματα μπορείς να βρεις σε 19 ξένα τετραγωνικά μια Κυριακή μεσημέρι;
Δεν το χωράει ο νους σου.
Πόσες ματιές στριμώχνονται, πόσα δάκρυα δε πέφτουν ποτέ στο πλακάκι
δεν το χωράει ο νους σου.
Ή μάλλον το χωράει,
γι' αυτό και προτιμάς να μένεις σπίτι...


18.2.12

σαν το μετανάστη στη δική σου γη


         
Σάββατο κι απόβραδο
έτσι, να γερνάς     
παίζανε στον δρόμο σου κλέφτες κι αστυνόμους
το κάλεσμα να ξεχνάς
μιας και το τρέξιμο είναι το πεπρωμένο  
απαγορέυεται να ζεις σ' αυτή τη Γη   
απαγορεύεται να τρέχεις
απαγορεύεται να έχεις
πλησίαζε τη λύπη σου
φτάσε την
κι εκεί μετανάστης.
κλέφτες
κι αστυνόμοι
ένα Σάββατο μεσημέρι

17.2.12

closer

















δε μπορώ να μη σε κοιτάω
δε μπορώ να πάρω τα μάτια μου από σένα

είσαι στο πεδίο μου,
πώς το λένε;
το μαγνητικό

15.2.12

G.lobal P.ositioning S.ystem



θα ξεχάσω εγώ
πόσες φορές μου χάρισες το κόσμο όλον;
πόσες φορές μου φόρεσες τα τακούνια και τον γυρίσαμε; Γυρίσαμε πίσω, στην βάση. Με πόδια κουρασμένα και γέλια ξεψυχισμένα.
Ένα στίγμα σου αρκεί να πάρω μπρος, μου είπες.
Ένα γέλιο μου αρκεί να δεις καθαρότερα.
Λοιπόν;




Happy birthday !
...Hello teacher tell me what's my lesson
And I find it kind of funny 
I find it kind of sad 
The dreams in which I'm dying 
are the best I've ever had 
I find it hard to tell you 
'Cos I find it hard to take 
When people run in circles it's a very very
Mad world !

14.2.12

έρωτας είναι




όταν ξέρεις οτι έχεις διαλέξει το σωστό,
Όταν περιμένεις με τόση αγωνία το κουδούνι να σας φέρει πιο κοντά,
όταν η καρδιά σου χτυπά δυνατά,
όταν η χαρά της προσμονής ολοένα και μεγαλώνει,
όταν βρίσκεται στα χέρια σου μέσα και με τα πρώτα λίγα λόγια σ' έχει κερδίσει,
κι όταν μέσα του βρίσκεις τη πιο μεγάλη αλήθεια,
ε, ναι, τότε να μιλάμε για έρωτα

13.2.12

sofa


Πόσα σοφά να σκεφτείς στον καναπέ χωμένος;
Έστω αγχωμένος.
Το χάπι δίπλα στο κομοδίνο
να σε φέρει πιο κοντά στο Λονδίνο.
"Να φύγω, να σωθώ".
Να φύγεις.
Εγώ σου λέω να φύγεις, απλά σκέψου καλύτερα προς τα πού.



Άγγελος εξάγγελος μας ήρθε από μακριά
γερμένος πάνω σ' ένα δεκανίκι
δεν ήξερε καθόλου μα καθόλου να μιλά
και είχε γλώσσα μόνο για να γλείφει
Τα νέα που μας έφερε ήταν όλα μια ψευτιά
μα ακούγονταν ευχάριστα στ' αυτί μας
γιατί έμοιαζε μ' αλήθεια η κάθε του ψευτιά
κι ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας

Τα πόδια μου καήκανε σ' αυτή την ερημιά
η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα
τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ' αυτιά
μα απέχουνε πολύ απ' την αλήθεια
Αμέσως καταλάβαμε τι πήγαινε να πει
και του 'παμε να φύγει μουδιασμένα
αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει
καλύτερα να μην μας πει κανένα
Διονύσης Σαββόπουλος

12.2.12

θα

όλο πήγα, είδα.
συνέχεια σου μιλάω στον αόριστο, αόριστα και περίπου.
Γαμώτο! Αυτό είναι ένα παλιοημερολόγιο...
σήμερα σου λέω οτι ξέρω και είναι και καλά, πολύ καλά ορισμένο.
σήμερα θα πάω μαζί σου να φωνάξω με όση δύναμη έχω πως δεν πάει άλλο. 
Τα καροτσάκια του σουπερ μάρκετ θα χεις δει κι εσύ πως είναι γεμάτα παλιοσίδερα και είναι παρκαρισμένα δίπλα στους κάδους. Έχω εικόνες να σου βάλω απο αυτό αλλά δεν θα το κάνω. Γιατί και αυτό πιάνει ένα μικρό χώρο στο κινητό μου πια. 
Σήμερα θα πρέπει όλοι μαζί να πούμε πως είμαστε άνθρωποι. Πως έχουμε  εμείς το δικαίωμα και τη δύναμη να διαλέξουμε σε ποιον θα χρωστάμε και τι. 
Σε ποιον θα χαρίζουμε και αν. 
Σε ποιον θα πουλάμε και πόσο. 
Καταλαβαίνεις; 
Και μέσα σε όλο αυτό, κινδυνεύει και η τελευταία μορφή ελευθερίας. Αυτο. Τι ιντερνετ. Acta λέγεται. Ο,τι ποστ και να θες να μπλογκάρεις, θα κόβεται. Όποια είδηση θα δες να φτάσει σε σένα θα έχει κοπεί ως παράνομη αναπαραγωγή. Μουσική; Όχι. Εικόνα; Όχι.
Σήμερα δεν πάει άλλο.
Η βροχή με το μέρος μας, θα ξεπλένονται στο πουθενά τα χημικά τους, θα ακούγονται καθαρότερα οι φωνές μας. 
Χρεωκοπία του κράτους που το έφεραν στο αμήν. Που τους ψηφίσαμε και τώρα εκπροσωπούν παρά μονάχα τον πουλημένο εαυτό τους. 
Χρεωκοπία. Νέα αρχή. Ολόδικιά μας!

  

11.2.12

ρε



πατάμε τις νότες
στις νότες πατάμε
στις μύτες πατάμε
πατάμε παντού
τις νότες!
μη!
κάνε το τσιγάρο και ξεκίνα





Λοιπόν αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει,
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας  θολός.
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός.
Mα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν.
Ήμουν εγώ στη φωτιά κι ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά.

Αλκίνοος Ιωαννίδης









@Ελληνικός Κόσμος, 10/2

9.2.12

8.2.12

πολλά χρόνια ^

                     






                            αν με ρωτήσεις δεν ξέρω,κι αν δε με ρωτήσεις ξέρω*

                         





.

*Αυγουστίνος, για τον χρόνο

5.2.12

υπάρχει

συνάντηση κορυφής



κάτι πολύ μικρό που δε μπορώ εύκολα να στο περιγράψω. Δεν έχει χρώμα. Δεν ξέρω. Είναι ομως τόσο μικρό...Αν πας να το βάλεις στη χούφτα σου, θα το χάσεις. Αν πάλι το πάρεις από πίσω θα βρεθείς να τρέχεις να του ξεφύγεις. Υπάρχει αυτό το μικρό, που είναι τόσο μικρό αλλά για ένα ανεξήγητο λόγο τόσο μεγάλο να σε χωράει. Χωράει μέσα του όλο το ζαρωμένο σου κορμί όταν πέφτεις. Είναι δε, τόση η ευτυχία σαν το έχεις, που λένε πως όσοι το έχουν κλαίνε πού και πού. Είναι κι αυτοί που το κρατάνε κλειστό. Όχι φυλακισμένο, όχι. Κλειστό. Φοβούνται βλέπεις μην το χάσουν. Τι κρίμα. Αυτό το μικρό θα μπορούσα να σου πω πώς είναι, αλλά δεν είμαι σίγουρη οτι το έχω δει. Λένε δε φαίνεται εύκολα, γι' αυτό. Άλλοι λένε, πως δε πρέπει να σε σέρνει από τη μύτη. Να το αφήνεις να σε πάει, αλλά μέχρι εκεί. Να το πας κι εσύ βρε παιδί μου.
Είναι που κυκλοφορεί βλέπεις κυρίως τα βράδια. Μπαίνει στις τσέπες των κοριτσιών που περπατάνε αγκαζέ μες στο κρύο. Και μπορεί να μην το βρίσκουν εκεί, αλλά αυτό υπάρχει. Ράβει τις τρύπες και συνεχίζει. Δένει τις μνήμες και συνεχίζει. Σταματάει το χρόνο, αλλά αυτό συνεχίζει. Ίσως κάνω λάθος που σου μιλάω γι' αυτό γιατί κάποιοι πάλι λένε πως δεν πρέπει. Αλλά τι; Μυστικό να το κρατούσα;
















4/2@6D.O.G.S

1.2.12

Τύμπανα. Η νέα καμπάνα















α, μην ανησυχείς
θα καθήσω εδώ
αναπαυτικά σχεδόν
να σε βλέπω
να μου αδειάζεις τη γωνιά
και το μυαλό μου



τo καλύτερό μου