27.5.12




















































να μιλάς
καθαρά
δυνατά
και ξάστερα
σα να κλαις
και μετά
όλα καθαρά
δυνατά και ξάστερα
εύκολα
σαν τις δέκα εντολές

λινκ

26.5.12

ποιος;

άραγε

ποιος;

Ποιος άραγε ήρθε;



Μια βάρκα ήταν μόνη της σε θάλασσα γαλάζια
κι ήτανε κι ένας γλάρος με ολόλευκα φτερά
κι όλο την κοντοζύγωνε για να της κάνει νάζια
και τις φτερούγες του έβρεχε στα γαλανά νερά

Και ζήλεψα τη βάρκα τη μικρή τη χιονάτη
που της φιλούσε ο γλάρος το κατάλευκο πανί
Και νοιώθω σαν βαρκούλα στα γαλάζια τα πλάτη
που όλο περιμένει κάποιο γλάρο να φανεί

Ένα γεράνι κόκκινο λουλούδισε στη γλάστρα
κι ήρθε μια πεταλούδα που πετούσε σαν τρελή
Και ποιος να ξέρει άραγε τι του ‘'πε η ξελογιάστρα
και ‘κείνο εκοκκίνισε ακόμα πιο πολύ

Και όλο συλλογιέμαι τα φτερά τ' ανοιγμένα
αλλά το τι να είπαν δεν το βρίσκω, ομολογώ
Ποιος άραγε το ξέρει να το πει και σε μένα
Ας τ' άκουγα από ‘σένα κι ας κοκκίνιζα και 'γω

Χθες το φεγγάρι ασήμωσε της λεύκας μας τα φύλλα
που στέκονταν ακίνητη εκεί στην ερημιά
κι όταν ο Μπάτης φύσηξε της ήρθε ανατριχίλα
κι αμέσως τρεμουλιάσανε τα φύλλα τα ασημιά.



Και όλο συλλογιέμαι, συλλογιέμαι πως κάτι,
Πρέπει να είπε ο Μπάτης μυστικό μες τα κλαδιά
Ας τ' άκουγα από σένα τα λογάκια του Μπάτη,
κι ας ένιωθα να τρέμει σαν τα φύλλα η καρδιά...



το ένα και υπέροχο λινκ







25.5.12




















Η πόρτα η μια και μοναδική είναι σαν το νόμισμα ένα πράμα.
Είτε κορώνα, είτε γράμματα, κέρμα κρατάς, κέρμα κοιτάς.
Η πόρτα λοιπόν λέω εγώ, είναι μια από τα ίδια.
Θες την κοιτάς απ' έξω και περιμένεις να μπεις.
Θες μπαίνεις και κοιτάς προς τα έξω να δεις.
Τι κέρμα, τι πόρτα, τι ποτήρι...
100!
φιού!
φτου και βγαίνω!


το λινκ το γάντι
































μπλα μπλα ιδέα σου είναι

23.5.12





























Μια φορά και έναν καιρό
ήταν δυο μικρά πουλιά.
Πετούσαν στον ουρανό
και όλοι μα όλοι εύχονταν
και προσεύχονταν στο δικό τους θεό
για μια στιγμή λίγο να τους μοιάσουν
και μια ζωή λεύτερα να πετάξουν.
Να νικήσουν μια για πάντα τη βαρύτητα.
Όμως αυτή τη φορά,
σε αυτόν τον καιρό,
κανείς μα κανείς δε σκέφτηκε
τι βάρος τα λεύτερα πουλιά κουβαλάνε.

το εξής ένα λινκ

18.5.12


στα πόσα λάθη τελειώνει κι η γόμα;
σπάσε! παιχνίδι σπάσε!

Γουφ.




Δεν είναι τυχαίο με τι διάλεξες να παίξεις και σήμερα.
Γουφ!
Και είναι σχεδόν αστείο, γιατί αναρωτιέμαι καμιά φορά,
αν υπάρχει έστω και ένας που τέλειωσε τη γόμα του.
Αν υπάρχει έστω και ένας,
αν ξέρεις εσύ κανέναν δηλαδή,
που την έφτασε στο μέγεθος του ρεβιθιού.
Πριν πάρει μιαν άλλη, καθαρή, μεγάλη γόμα.
Γελάς;
Σπάσε! Δίνε του!

λινκ

17.5.12



"Εμείς δε ζούμε σ' άλλη εποχή,
η μοίρα μας έταξε σ' αυτή
ο ουρανός δεν κρύβει, από πάνω, θεό,
και 'συ 'σαι 'συ-και 'γω είμ' εγώ...

Εγώ...
Που 'χω περάσει αυτό το στάδιο...
Κι είναι το σπίτι μου άδειο,
βγαίνω νύχτα-κοιμάμαι, πρωί...
Κι εσυ...
Που στ' άστρα βλέπεις μόνο ζώδια...
Και της καρδιάς τα επεισόδια,
προτιμάς,
να τα δεις, στην τιβί..."








θα βρέξει πολύ άκουσα
και να σου πω, το πιστεύω πια.
Θα βρέξει τόσο που θα μου σβήσει όλα μου τα σχέδια.
Κι εσένα,
κι εσένα νομίζω θα σου τις βρέξει για τα καλά!

13.5.12
























































σήμερα προσπαθούσε να μου εξηγήσει τι είναι η ευτυχία.
βαριά βιομηχανία.
είναι μπλε
ω, ναι.
και μετά είναι γαλήνια θάλασσα
εκεί του τα χάλασα.
*κάποιος πετούσε βότσαλα

12.5.12



 
Watching all our friends fall
In and out of Old Paul's
This is my idea of fun
Playing video games.












































Now the only thing a gambler needs is a suitcase and a trunk
And the only time when he's satisfied is when he's on a drunk.









































7.5.12


























εκείνη τη στιγμή κάτι μου έλεγες για τον καιρό,
τον καιρό των τσιγγάνων.
είμαι σίγουρη θα 'ταν σημαντικό πολύ.
κι όμορφο.
Όμορφο ακόμα περισσότερο.

5.5.12



































Ξημέρωνε.
Σκαρφαλώσαμε γρήγορα και καθήσαμε στον τελευταίο όροφο. Ταράτσα.
Κοιτούσαμε χαμηλά.
Δεν ήταν Σάββατο αλλά άκουγες μουσικές από παντού και κόσμος περπατούσε μεθυσμένος προς κάθε κατεύθυνση.
Δεν έβρεχε αλλά μπορούσες να δεις μια ομπρέλα στο πιο απίθανο μέρος.
Δεν κοιμόσουν αλλά ο αναστεναγμός σου προήλθε από δέκα εφιάλτες μαζί.
Ας πιάσουμε τουλάχιστον την ομπρέλα.
Τουλάχιστον ας μη βραχούμε.
Μα δεν θα έπρεπε να κοιτάμε ψηλά;



1.5.12



































ο πλάτανος στην αυλή θέριεψε
και μάλιστα με ξεπέρασε σε μπόι.
κι όμως, από κάτω πάλι πηδώ, πάλι κοιτάζω και προσπαθώ να περάσω τα σχοινιά
να φτιάξω την κούνια που λέγαμε


paint it black






















Μάης, 1, 12